Γλώσσα στο Νηπιαγωγείο (Λογοτεχνία)




Η Γυναίκα της Ζάκυθος του Διονυσίου ΣολωμούΣτα πλαίσια των εροτασμών για την επέτειο της Επανάστασης του 1821 έκανα μια διασκευή του διηγήματος του Διονύσιου Σολωμού «Η Γυναίκα της Ζάκυθος». Για τις ανάγκες του Νηπιαγωγείου και στα πλαίσια της έρευνας που κάναμε για το πως ζούσαν και τι φορούσαν οι άνθρωποι την εποχή εκείνη μιλήσαμε για το πόσο μακρινοί πρόγονοι ήταν.
Με αυτή τη λογική τους εξηγώ ότι ένα κορίτσι βρήκε σε ένα σεντούκι το ημερολόγιο του προ-προ-προ –προπαππού της που ήταν παπάς στη Ζάκυνθο και περιγράφει το συμβάν στο ημερολόγιό του.

Τα παιδιά ανέλαβαν να φτιάξουν την εικονογράφηση με μεγάλο μεράκι και χαρά, γιατί η ιστορία τα στυγκίνησε πολύ.



Η γυναίκα της ΖάκυθοςΠήγαινα στο Μοναστήρι του Άη Λύπιου όπου ήμουν καλόγερος. Ήταν καλοκαίρι, και στα Τρία Πηγάδια είχε πολλά νερά γιατί οι γυναίκες πλένουν τα ρούχα τους εκεί και πιτσιλίζουν. Έσκυψα στο πηγάδι να δω αν είχε αρκετό νερό και το είδα ως τη μέση γεμάτο και είπα «Δόξα το θεό» , και σκέφτηκα πόσο αχάριστοι είναι οι άνθρωποι που δεν εκτιμοπυν αυτά που έχουν.
Και πόσοι είναι αλήθεια οι δίκαιοι σε αυτόν τον τόπο, σκέφτηκα και άρχισα να σκέφτομαι δίκαιους και τους μετρούσα με τα δάχτυλα των χεριών μου, και είδα ότι έπρεπε να βγάλω τα δάχτυλα του νεός χεριού . Και είδα ότι έπρεπε να βγάλω το παράμεσο δάχτυλο και μετά και το μιρκό και στο τέλος έμειναν μονο τρια και έκανα το στυαρό μου. Όταν όμως άρχισα να λογαριάζω τους άδικους δεν με έφτασαν τα δάχτυλα των δυο χεριών μου.
Και τότε θυμήθηκα τη γυναίκα της Ζάκυθος που βλάφτει τους άλλους με λόγια και έργα. Και είναι έχθρισα του έθνους.
Τότε κατάλαβα ότι θα αργούσα για το Μοναστήρι και βιάστηκα να φτάσω πριν νυχτώσει.
Στο δρόμο συνάντησα κάτι κοπρόσκυλα αδέσποτα Έκανα στην άκρη μη μ’αγγίξουν γιατί ήταν γεμάτα αίματα και αρρώστιες , και μου επιτέθηκαν γιατί νόμισαν ότι τα φοβήθηκα, τότε εγώ έκαναν πως σήκαωσα μια πέτρα και έφυγαν δαγκώνοντας το ένα το αάλλο από τη λύσα τους.
Και έφτασα στο Μοναστήρι για να τους περιγράψω την γυναίκα της Ζχάκυθος.
Το κορμί της γυναίκας ήταν μικρό και καχεκτικό. Άρρωστη με φθήση. Και περπατούσε γρήγορα με όλες τις κλειδώσεις να πάνε σαν ξύλινες, κρακ κρακ. Το κεφάλι της ήταν μεγάλο και μακρύ σαν αρβύλα και σούδινε την εντύπωση ότι όσο ήταν όλο το κορμήι της ήταν μοναχά το κεφάλι της. Και άνοιγε το στόμα για να περιγελάσει τις άλλες και ήταν σαν χαράδρα. Πήγαινε στον καθρέφτη και νόμιζε ότι ήταν η ομορφότερη.
Και χώριζε αντρόγυνα και έβαζε όλους να τσακώνονται με αυτά που έλεγε.
Ήταν οι μέρες που οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μεσολόγγγι και όλη η Ζάκυθος αναταραζόταν από τα κανόνια.
Και υπήρχαν στη Ζάκυθο Μεσολογγίτισες που ζητιάνευαν για τους άντρες που επολεμούσαν στο Μεσολόγγι.
Στην αρχή ντρέπονταν και περίμεναν να σκοτεινιάσει, γιατί στα σπίτια τους ήταν αρχόντισες με δούλους να κάνουν τις δουλειές και ζώα και χωράφια και τώρα με τον πόλεμο εφτώχευσαν. Αλλά ότανα έπεσαν σε μεγάλη ανάγκη και δεν είχαν να ταίσουν τα παιδιά τους άρχισαν να βγαίνουν την ημέρα και αφουγκράζονταν τις κανονιές και προσπαθούσαν να μαντέψουν αν έπεσε το Μεσολόγιγι.
Ο κόσμος τις έβλεπε να τριγυρνάν και τους έδινε πότε ρούχα πότε πανιά για τις πληγές των λαβωμένων και πότε κανένα ξεροκόμματο για να φάνε. Ακόμα και οι πολύ φτωχοί έβρισκαν κάτι να τους δώσουν και έκλαιγαν για την τύχη του Μεσσολογγιού και έκαναν τον σταυρό τους να τους βοηθά ο θεός να νικήσουν τους Τούρκους.
Η γυναίκα της Ζάκυθος είχε την κόρη της στην αγκαλιά και της έκανε χάδια.
Και έρχονταν οι Μεσολογγίτισες και εγώ παρακολουθούσα από μακριά.
Τα τσόκαρά τους έκαναν θόρυβο στο πλακόστρωτο
- τι θόρυβος είανι αύτός που κάνετε , τι θέλετε λοιπόν με τα παλιοπάπουτσά σας και έρχεστε σαν στρατιώτες;΄
-Αχ έχεις δίκαιο να μιλάς έτσι γιατί είσαι στο σπίτι σου και την πατρίδα σου, αλοίμονο σε μας που χάσαμε το βιός μας και τους άντρες μας στον πόλεμο.
-μπορεί να τα χάσατε όλα αλλά βλέπω τη γλώσσα σας δεν τη χάσατε! πάει ροδάνι.
-Και γιατί παρακαλώ τα βάλατε με τους Τούρκους; Καλά δεν περνούσατε; Είχατε τα περιβόλια σας , τα ζώα σας αρχόντισες είσαστε στα στπίτια σας, τι θέλατε και τους αρχίσατε τον πόλεμο;
Εμπρός λοιπόν τι θέλετε να σας κάνω, εσας σας αρέσουν οι κουβέντες γιατί δεν έχετε τι καλύτερο να κάνετε, αλλά εγώ έχω και δουλειές εμπρός λοιπόν δρόμο .
Και οι Μεσολογγγίτισες έφευγαν ήσυχες.
-Πως χτυπάει η καρδιά μου Θέμου είμαι τόσο καλή με σύγχυσαν αυτές οι γυναίκες, έλεγε στην κόρη της.
- Κόρη μου πρόσεχε μη γίνει ς σαν αυτές αδιάντροπη. Να είσαι φρόνιμη και καλή. Καλύτερα νεκρή παρά σαν αυτές τις αξιοθρήνητες. Έλα φάε τώρα γιατί θα τις φωνάξω να σε πάρουνε στα σακούλια τους.
Και έφυγα. Στο δρόμο συνάντησα τον άντρα της που πήγαινε σπίτι τους.
Πήγα πίσω από τις Μεσολογγίτισες που κατέβηκαν στη παραλία και μοιράζονταν ότι είχαν συγκεντρώσει.
Μια μικρή κάτι πήγε να κουτσομπολέψει για την γυανίκα της Ζάκυθος, αλλά οι άλλες δεν την άφησαν.
-Μη! της λένε οι Ζακυνθινές μας βοήθησαν και δεν έχουμε λόγο να ασχολούμαστε με μια ζαβή.
Εκείνη την ώρα καπνός φάνηκε από το Μεσολόγγι και δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα και μια ανησυχία μας πήρε ποιος ξέρει τι γινόταν στο Μεσολόγγι.
Μια γυναίκα εκεί γύρω άναψε ένα κερί και παρακαλούσαμε να νικάν οι Μεσσολογγίτες .
Και όσοι προσπαθούσανε να μαντέψουνε τι έγινε γιατί σίγουρα κάτι κακό είχε γίνει για να φτάσει το μπαρούτι μέχρι εδώ και να μη βλέπουμε την μούρη μας.
Μια μέρα μετά καιρό με φώναξαν να ξομολογήσω κάποιον που πέθαινε. Τον είδα μέσα στα σεντόνια, γεμάτα αίματα, να βήχει και να έχει εφιάλτες γιατί μόλις είχε κοιμηθεί. Έβγαζε τα χέρια από το σεντόνι και φώναζε:
-Φύγετε παλιογυναίακες φύγετε δε σας δίνω ψίχουλο. Και τότε είδα ότι ήταν η γυναίκα της Ζάκυθος που ακόμα και στον ύπνο της έδιωχνε τις Μεσσολογγίτισες. Και την είδα αδύναμη από το χτικιό ετοιμοθάνατη και την ύστατη στιγμή να θέλει το κακό των άλλων.
Και περίμενα λίγο ακόμα και πήγα να τη μεταλάβω πριν ξεψυχήσει.
Και μετά από λίγο πέθανε μοναχή της γιατί κανείς δεν την πλησίαζε μήν και κολλήσει.
Και αυτόν ήταν το τέλος της.
-


























































































No comments:

Post a Comment